ραδιογραμμόφωνο

ραδιογραμμόφωνο
το
βλ. ραδιοπικάπ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραδιογραμμόφωνο — το, Ν (ραδιοηλ.) παλαιότερη ονομασία τού ραδιοπικάπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogramophone (< λατ. radius «ακτίνα» + γραμμόφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιο- — Ν 1. πρόθημα που όταν τοποθετείται πριν από την ονομασία ενός χημικού στοιχείου δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του (πρβλ. ραδιοφωσφόρος, ραδιοκοβάλτιο) 2. α΄ συνθετικό που δηλώνει αναφορά ενός μεγέθους, ενός αντικειμένου ή μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”